- αποδιαλεγούδι
- κ. -διαλέγι κ. -λούδι κ. -διαλεγούρι1. ό,τι απομένει μετά τη διαλογή, μετά το ξεδιάλεγμα των καλύτερων2. (παρ.) «όπου πολύ διαλέει στ' αποδιαλεγούδια μένει» — ο πολύ διστακτικός στην εκλογή του καταλήγει σε πλήρη αποτυχία.
Dictionary of Greek. 2013.