αποδιαλεγούδι

αποδιαλεγούδι
κ. -διαλέγι κ. -λούδι κ. -διαλεγούρι
1. ό,τι απομένει μετά τη διαλογή, μετά το ξεδιάλεγμα των καλύτερων
2. (παρ.) «όπου πολύ διαλέει στ' αποδιαλεγούδια μένει» — ο πολύ διστακτικός στην εκλογή του καταλήγει σε πλήρη αποτυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • αποδιάλεγμα — το 1. η διαλογή 2. αυτό που απομένει μετά τη διαλογή, το αποδιαλεγούδι …   Dictionary of Greek

  • αποδιάλεγμα — το, ατος και αποδιαλεγούδι, το ιού, αυτό που μένει ύστερα από τη διαλογή, το απομεινάρι, το σκάρτο: Αυτά που είχαν αφήσει για μας ήταν τ’ αποδιαλέγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεδιαλεγούδι — το ό,τι μένει μετά το ξεδιάλεγμα, αλλ. αποδιαλεγούδι: Πουλήθηκαν τα καλά μήλα κι έμειναν τα ξεδιαλεγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”